πρωτοστέφανος

πρωτοστέφανος
η , ο [ος , ον ]
1) см. πρωτόγαμος; 2) венчающийся первым

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "πρωτοστέφανος" в других словарях:

  • πρωτοστέφανος — η, ο / πρωτοστέφανος, η, ον, ΝΜ νεοελλ. αυτός που στεφανώνεται, που παντρεύεται για πρώτη φορά μσν. αυτός που στέφεται πρώτος, που τιμάται ή βραβεύεται πρώτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + στέφανος (< στεφάνι)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»